- Θεόδοτος
- Θεόδοτοςremedy for coughsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόδοτος — remedy for coughs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… … Dictionary of Greek
Θεόδοτος, Ιωάννης — (18ος αι.). Λόγιος και γλύπτης από τα Τύανα της Καππαδοκίας. Προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, ιδρύοντας με δικά του χρήματα ελληνική σχολή και ναό του Αγίου Στεφάνου στα Τύανα. Έργο του Θ. είναι η διακόσμηση του… … Dictionary of Greek
θεόδοτον — θεόδοτος remedy for coughs masc/fem acc sg θεόδοτος remedy for coughs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοδότου — Θεόδοτος remedy for coughs masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδότου — θεόδοτος remedy for coughs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοδότους — Θεόδοτος remedy for coughs masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδότους — θεόδοτος remedy for coughs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοδότων — Θεόδοτος remedy for coughs masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδότων — θεόδοτος remedy for coughs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)